- ζεύγμα
- το (AM ζεῡγμα) [ζεύγνυμι]κάθε τι που χρησιμοποιείται για ζεύξη, για σύνδεση, δεσμός, σύνδεσμος2. φρ. α) «ζεύγμα λιμένος» — φράγμα από πλοία που φράζουν την είσοδο τού λιμανιού με το οποίο αποκλείεται η είσοδος ή η έξοδοςβ) «ζεύγμα ποταμού» — πρόχειρη κινητή γέφυρα από πλωτά μέσα3. βραχυλογικό σχήμα λόγου, κατά το οποίο δεν επαναλαμβάνεται μια λέξη και συμπληρώνεται νοερά από άλλο γραμματικό της τύπο, από συνώνυμο ή λέξη σχετικής σημασίας (α. «διέταξε προέλαση και να συνεχίσει να βάλλει το πυροβολικό» — διέταξε προέλαση και συνέχιση τής βολής ή διέταξε να προελάσουν και να συνεχίσουν τη βολήβ. «Θέτις μὲν εἰς ἅλα ἅλτο Ζεὺς δὲ ἐὸν πρὸς δῶμα» — η Θέτις πήδησε στη θάλασσα κι ο Δίας πήγε) στο δώμα τουνεοελλ.συρματόσχοινο που ενώνει τις δύο όχθες διώρυγας ή ποταμού και χρησιμεύει ως χειραγωγός πορθμείουαρχ.1. αποβάθρα από ενωμένες σχεδίες ή πλοία2. φράγμα νερού, υδατοφράκτης3. μτφ. καταπίεση, στενοχώρια («ἀνάγκης ζεύγματα», Ευρ.).
Dictionary of Greek. 2013.